Είναι ένα έθιμο που το συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα, με παραλλαγές που έχουν να κάνουν κυρίως με την σύσταση της Βασιλόπιτας. Έτσι σε κάποια μέρη η Βασιλόπιτα είναι κέικ ή τσουρέκι, σε άλλα αλμυρή ή γλυκιά πίτα με φύλλα ενώ σε κάποια άλλα είναι ψωμί σαν το Χριστόψωμο. Διαφορές στις Βασιλόπιτες συναντάμε και στην διακόσμηση που φέρουν. Κοινό στοιχείο πάντως της διακόσμησης είναι ένας σταυρός και η αναγραφή του έτους. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις η Βασιλόπιτα είναι στρογγυλή και μέσα τις κρύβει ένα φλουρί.
Στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες κόβουν την Βασιλόπιτα αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου. Σε μερικές όμως, περιοχές της Ελλάδας η Βασιλόπιτα κόβεται στο μεσημεριανό τραπέζι, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου. Όποτε πάντως και να κοπεί η Βασιλόπιτα ακολουθείται το ίδιο έθιμο:
Ο νοικοκύρης την σταυρώνει τρεις φορές με ένα μαχαίρι και μετά αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο είναι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του Αγίου Βασιλείου, το τέταρτο του σπιτιού και ακολουθούν τα κομμάτια των μελών της οικογένειας με σειρά ηλικίας. Όποιος βρει στο κομμάτι του το κρυμμένο φλουρί θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς και συνήθως μαζί με το φλουρί ο νοικοκύρης του δίνει ένα δώρο ή ένα χρηματικό ποσό.
4ος αιώνας μ.Χ. στην Καισάρεια της Μικράς Ασίας. Πρεσβύτερος των χριστιανών της περιοχής ήταν ο Μέγας Βασίλειος. Την ίδια εποχή αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιουλιανός. Σε μια από τις εκστρατείες του κατά των Περσών, ο Ιουλιανός πέρασε από την Καισάρεια. Εκεί έγινε δεκτός από τον Μέγα Βασίλειο ο οποίος του πρόσφερε τρία κριθαρένια ψωμιά. Ο Ιουλιανός είχε ζητήσει να του προσφέρουν ότι έχουν, περιμένοντας όμως χρυσάφι και πολύτιμα δώρα. Θυμωμένος από τα τρία κριθαρένια ψωμιά έστειλε ως ανταπόδοση τρεις μπάλες σανό. Ο Μέγας Βασίλειος τότε του απάντησε τα εξής: «Όπως μας ζήτησες εμείς σου προσφέραμε αυτό που έχουμε και τρώμε. Το ίδιο πιστεύουμε έκανες και εσύ. Σε ευχαριστούμε».
Η απάντηση του Αγίου Βασιλείου θύμωσε περισσότερο τον Ιουλιανό, ο οποίος ορκίστηκε ότι γυρνώντας από την εκστρατεία θα καταστρέψει την Καισάρεια. Πέρασε ο καιρός και τα νέα ότι ο Ιουλιανός επιστρέφει έφτασαν στον Μέγα Βασίλειο. Εκείνος προσπαθώντας να σώσει το ποίμνιο του, κάλεσε όλους τους πιστούς να προσφέρουν ότι πολύτιμο είχαν ώστε να δοθεί στο Ιουλιανό και να κατευναστεί έτσι ο θυμός του. Ο λαός έκανε όπως του είπε ο ποιμενάρχης του και συγκεντρώθηκαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Κατόπιν ο Μέγας Βασίλειος και ο λαός έκαναν αγρυπνία και προσεύχονταν για την σωτηρία τους. Όμως ο Ιουλιανός δεν πείραξε ούτε την πόλη ούτε τους κατοίκους της.
Έτσι ο κίνδυνος εξέλειψε και τα πολύτιμα αντικείμενα έπρεπε να επιστραφούν στους κατόχους τους. Για να μην μπουν στον πειρασμό να πάρουν κάτι που δεν τους ανήκε, ο Μέγας Βασίλειος έδωσε εντολή να ζυμωθούν μικρές πίτες και μέσα σε αυτές να τοποθετηθούν τα πολύτιμα αντικείμενα που έπρεπε να μοιραστούν. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν στους πιστούς και ως εκ θαύματος, ο καθένας βρήκε στην πίτα που πήρε ότι είχε προσφέρει για την σωτηρία από τον Ιουλιανό.
Αυτό το γεγονός, καθώς και τον Μέγα Βασίλειο τιμούμε κι εμείς κάθε χρόνο με το έθιμο της Βασιλόπιτας.
Ένα από τα παλαιότερα έθιμα, που οι ρίζες του βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα, είναι και τα κάλαντα.
Υπήρχε τότε μια γιορτή προς τιμή του θεού Διονύσου, τα Ανθεστήρια. Κατά την διάρκεια της γιορτής, ομάδες ατόμων γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, και έψαλαν ύμνους προς τιμή του θεού. Μαζί τους είχαν και ένα ομοίωμα πλοίου, το οποίο συμβόλιζε την άφιξη του θεού Διονύσου.
Στην ρωμαϊκή εποχή συναντάμε τις «Καλένδες», από τις οποίες φαίνεται να πήραν το όνομα τους τα κάλαντα. Ήταν γιορτές που γιορτάζονταν στην αρχή κάθε σεληνιακού μήνα. Στα χρόνια του Βυζαντίου οι Καλένδες μετονομάστηκαν σε «Άσματα Αγερμού». Μικροί και μεγάλοι, οι λεγόμενοι «Αγύρται» ή «Μηναγύρται», γύρναγαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν για την γιορτή που έρχονταν. Ανάλογα με την γιορτή που ακολουθούσε, στα χέρια τους κρατούσαν μουσικά όργανα, κρόταλα, κουδούνια, χελιδόνες ή βάγια.
Ξεκίνησαν στην Αρχαία Ελλάδα, πήραν το όνομα τους στην Ρώμη και εκχριστιανίστηκαν στο Βυζάντιο. Έτσι έφτασαν σε εμάς τα κάλαντα. Ένα έθιμο τόσο παλιό και τόσο όμορφο, με τις γλυκές φωνές μικρών παιδιών να ζεσταίνουν τα σπίτια μας τις γιορτινές ημέρες.
Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι το πλέον διαδεδομένο έθιμο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όπως φαίνεται, η αρχή του εθίμου αυτού βρίσκεται στον 8ο αιώνα μ.Χ.. Κατά πάσα πιθανότητα ο Άγιος Βονιφάτιος θέλησε να εντάξει το χριστιανικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο στις συνήθειες των ημερών αυτών προσπαθώντας να αντικαταστήσει παλαιότερα ειδωλολατρικά έθιμα που είχαν να κάνουν επίσης με δέντρα.
Έτσι το νέο έθιμο έγινε αποδεκτό από τους Χριστιανούς και άρχισε, όπως είναι φυσικό, να εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου. Έως και τις αρχές του 16ου αιώνα απλά τοποθετούνταν, τις ημέρες των Χριστουγέννων, ένα έλατο κυρίως στους ναούς.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο εκτόπισε το παραδοσιακό καραβάκι που στόλιζαν οι Έλληνες τις ημέρες των Χριστουγέννων. Σε ορισμένες περιοχές (κυρίως στα νησιά) εξακολουθούν να στολίζουν «καραβάκια».
Πριν από πολλά χρόνια, άλλα και στις μέρες μας, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, στο χωριό μας έσφαζαν τα γουρούνια και έφτιαχναν τσιγαρίδες και λουκάνικα, ένα έθιμο που το ονομάζουν «γουρουνοχαρά».Στη «γουρουνοχαρά» μαζεύονταν όλοι οι γείτονες και πίνανε κρασί και γλεντούσανε.
Ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά έβγαιναν για κάλαντα στο χωριό, πήγαιναν «κόλιαντα». Κάθε ομάδα αφού άναβε πρώτα την «μπουμπούνα» τη μεγάλη φωτιά ξεκινούσαν για το σπίτι του παπά. Όλα τα παιδιά είχαν κάνει τις «τζιουμπανίκες»τους, μακριά ξύλα από ρόζο στρογγυλεμένα στην άκρη, για να χτυπούν τις ξύλινες πόρτες των σπιτιών.
Κάθε νοικοκυρά έβαζε μέσα στο σπίτι ένα παιδί που έπρεπε να είναι από καλή οικογένεια να μην είναι ορφανό για να κάνει το ποδαρικό στο σπίτι .Αυτό σκάλιζε τη φωτιά κι έλεγε διάφορα λόγια για το καλό του σπιτιού. Στα παιδιά έδιναν «κολάτσια» στρογγυλά ψωμάκια, κάστανα και δραχμούλες.